- εγχυματισμός
- ἐγχυματισμός, ο (Α)θεραπευτική αγωγή με χρήση εγχύσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγχυματισμός — injection masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυματισμοῖς — ἐγχυματισμός injection masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυματισμοί — ἐγχυματισμός injection masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυματισμοῦ — ἐγχυματισμός injection masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυματισμούς — ἐγχυματισμός injection masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυματισμῶν — ἐγχυματισμός injection masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυματισμῷ — ἐγχυματισμός injection masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυματισμόν — ἐγχυματισμός injection masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek